βουρτσιά

βουρτσιά
η однократное проведение щёткой или малярной кистью, мазок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βουρτσιά" в других словарях:

  • βουρτσιά — η 1. η κάθε κίνηση της βούρτσας για καθάρισμα ή βάψιμο 2. το χρώμα που αφήνει μια κίνηση της βούρτσας και διακρίνεται από την υπόλοιπη βαμμένη επιφάνεια …   Dictionary of Greek

  • βουρτσιά — η σημάδι που αφήνει η βούρτσα: Ο τοίχος είναι γεμάτος με βουρτσιές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»